-
1 обмен
-а α.ανταλλαγή• διαμειβή τράμπα•обмен товаров ανταλλαγή εμπορευμάτων•
в обмен σε αντάλλαγμα•
на обмен για ανταλλαγή•
обмен опытом ανταλλαγή πείρας•
обмен мнениями ανταλλαγή γνωμών.
|| αλλαγή•обмен партийных билетов αλλαγή κομματικών βιβλιαρίων.
εκφρ.обмен веществ – μεταβολισμός ή αλλαγή ή ανταλλαγή της ύλης. -
2 товарообмен
-
3 обмен
1. (мена) η συναλλαγή, η ανταλλαγήбартерный - ο αντιπραγματισμός, η ανταλλαγή εμπορευμάτων δίχως μεσολάβηση χρημάτωνη ανταλλαγή σε είδος, το μπάρτερ (ξεν.)2. (веществ) физиол. см. метаболизм 3. (воздуха в помещении) η (εν)αλλαγή/κυκλοφορία του αέρα 4. вчт. η ανταλλαγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обмен
-
4 бартер
ο αντιπραγματισμόςη ανταλλαγή εμπορευμάτων ή υπηρεσιών χωρίς μεσολάβηση των χρημάτωντο μπάρτερ (ξεν.)-ный του αντιπραγματισμού, του μπάρτερ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бартер
-
5 мена
(товарообмен) η ανταλλαγή εμπορευμάτων άνευ μεσολάβησης χρήματοςτο μπάρτερ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мена
-
6 товарообмен
-а α.ανταλλαγή εμπορευμάτων (προϊόντων). -
7 товарообмен
η ανταλλαγή των εμπορευμάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > товарообмен
-
8 товарообмеи
товаро||обмеим ὁ γῦρος, ἡ ἀνταλλαγή τῶν ἐμπορευμάτων.
См. также в других словарях:
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
τελωνείο — Ο τόπος, το ίδρυμα στο οποίο εισπράττεται ο δασμός των εμπορευμάτων που εισάγονται και εξάγονται. Η υπηρεσία που επιβλέπει την είσπραξη των δασμών εισαγωγής και εξαγωγής. Στην Ελλάδα ο πρώτος οργανισμός τελωνειακής υπηρεσίας έγινε με ψήφισμα του… … Dictionary of Greek
μετάδοση — η (ΑM μετάδοσις) [μεταδίδω] 1. το να δίνει κάποιος σε άλλον μέρος από τα δικά του ή μέρος από κάτι («σίτων καὶ ποτῶν μετάδοσις», Ξεν.) 2. γνωστοποίηση, ανακοίνωση, κοινοποίηση («η μετάδοση τών ειδήσεων από το ραδιόφωνο γίνεται κάθε ώρα») 3. η… … Dictionary of Greek
μεταβολή — Στη στατιστική δηλώνει το μέγεθος που δείχνει τη μεταβλητότητα ενός χαρακτήρα ή φαινομένου. Υπολογίζεται μέσω μιας μαθηματικής σειράς ή στατιστικής ταξινόμησης σε σειρά ή, γενικότερα, μέσω μιας μεταβλητής ή κυμαινόμενης στατιστικής. Η μ., που… … Dictionary of Greek
νομισματική ζώνη — Σύνολο των χωρών και περιοχών, στο χώρο των οποίων χρησιμοποιείται ελεύθερα για τις διεθνείς πληρωμές το ίδιο νόμισμα. Σήμερα σημαντικότερη ν. είναι η ζώνη του ευρώ (βλ. λήμμα ευρώ), όπου 12 από τις 15 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μοιράζονται το… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek